σελ.130-134


Ατελείωτη αγάπη μου

Όλες τις ώρες μου σαν θνητή περνώ μα όταν
βρίσκομαι κοντά σου
μεταμορφώνομαι.

Στάλα, στάλα με ποτίζεις με το αθάνατο νερό
στα μάτια σου μου ανοίγεται
ο δικός μας ουρανός.

Σαν πηγή της ευτυχίας σκορπίζεσαι για μένα
δροσίζεις τα όνειρά μου δε μοιάζεις
με κανέναν.

Τόσα χρόνια σε ζητούσα έψαχνα γύρω να σε βρω
να μου δώσεις ότι λείπει να καλύψεις
το κενό.

Έχεις γίνει η καλοσύνη η χαρά μου η ζεστασιά
το ταξίδι που είχε μείνει στα μισά
κάθε βραδιάς.

Με φωτίζεις κάθε μέρα είσαι ο ήλιος της ζωής μου
παρηγοριά κι ελπίδα κάθε δύσκολη
στιγμή μου.

Θέλω τόσο να σε δω τα όνειρά μου ν' αγγίξω
ένα φιλί σου, χάδι απαλό να κοιμηθώ
μαζί σου.

Αν είναι μια λέξη δική μου να σε πληγώσει ας είναι
αυτή η τελευταία, που σου λέω..

Αν είναι να νιώσεις πως δε μιλώ σ’ εσένα και σε χάσω
ποτέ μου ας μην ξαναγράψω.

Αν δεν μπορείς να καταλάβεις τι σου λέει η καρδιά μου
στο χρόνο εδώ μένω και σταματώ.

Αν πάψεις να έρχεσαι στα όνειρά μου το μόνο όνειρο
που είδα ήταν το χθεσινό.

Δε στο κρύβω πως έδιωξες τη μοναξιά μου
στιγμές μου χάρισες μαγικές.

Κάνε ακόμη ένα θαύμα για μένα που λες πως μ' αγαπάς
κάνε με να μη σ' αγαπάω τόσο
πολύ και δυνατά.

Δίπλα σου ανοίγουν οι φτερούγες μου και πάω
όπου με πας.

Άλλη μια μικρή σου χάρη θέλω απόψε να ζητήσω
μην μου λείπεις κι απ' τον πόνο
ξεψυχήσω..

_Γιατί μέχρι εκεί σ' αγαπάω.


«Το φως της μέρας μου, η ανατολή μου
το δειλινό κάθε στιγμής μου»




Βροχή του παραδείσου

Κοίτα αγαπημένε μου τη βροχή
γέμισε τον κήπο των αισθημάτων μας
και τα ποτάμια του πάθους μας
πλημμύρισαν φως.

Παντού αποχρώσεις του γαλάζιου
κι ένα στρώμα λευκών πουλιών
ζωγράφισε το στερέωμα.

Τι θεϊκή οπτασία.
Είσαι δίπλα μου και
νιώθω ότι αισθάνεσαι.
Σαν τα παιδιά της αγνότητας
που θέλουν να γευτούν
καρπούς κι έρωτα
του παραδείσου.

Ροζ μπουμπούκια
γεννήθηκαν μπρος τα μάτια μου
χρυσές αέρινες κορδέλες
λούζουν τα μαλλιά μας.
Την ώρα αυτή που ο καταρράκτης
των ονείρων περιμένει
να μας ξεπλύνει με το άγιο του νερό.

Ήρθε η άμαξα της αγάπης
απ' το παλάτι να μας πάρει
τυλιγμένη στο απαλό
βελούδο της άνοιξης.
Πάμε μην αργείς
πάμε πριν σταματήσει η βροχή
πάμε πριν τ' όνειρο τελειώσει
πάμε σ' αυτήν τη ζωή
πριν η άλλη σωπάσει.
Τώρα που η καρδιά μας λαχταρά
και ζητά να ζήσει.

Άνθισε αγάπη μου μαζί μου
όσο κρατά ένας ανθός
γύρε πάνω μου αφήσου.

Δείξε μου τον πόθο
που κρύβεις μέσα σου.
Ταξίδεψε τα χέρια σου
επάνω στο κορμί μου
τα χνάρια σου άφησε
πέρα ως την ψυχή μου.

Χόρτασέ με, με τα φιλιά σου
δώσ’ μου να πιω γουλιά, γουλιά
το άρωμά σου.
Μη σταματάς να μου μιλάς
θέλω ν' ακούω τη φωνή σου..

Εδώ κάτω απ' το φως
και τη βροχή
του παραδείσου._




 Μοιραίο πάθος

Τέρμα λοιπόν μη γελιέσαι
λόγια μη ψάχνεις να βρεις
αφού ξανά μ' απαρνιέσαι
μη φεύγεις για να κρυφτείς.

Για να μπορώ να κρατιέμαι
έχω ανάγκη εσένα
απόψε πάλι πλανιέσαι
καρδιά μου μέσα στη τρέλα.

Για σένα ήμουν το λάθος σου
στο μάταιο το πάθος σου.
Με πλήγωσες μ' αρρώστησες
με πέθανες και ξόφλησες.

Για μένα ήσουν το πάθος μου
μοιραίο ήταν λάθος μου.
Σε πίστεψα σ' αγάπησα
σ' έχασα και χάθηκα.

Ψέματα λες το πιστεύω
θέλεις πολλά να μου πεις
τα όνειρά μας γυρεύεις
κάπου ζητάς να πιαστείς.

Ήρθε η ώρα να φύγω
πριν με προδώσει το δάκρυ
κατάλαβέ το σκοτώνεις
την πιο μεγάλη αγάπη._



’’Η έκφραση πηγάζει απ’ το συναίσθημα και το συναίσθημα
από την ψυχή μας.
Το συναίσθημα χρειάζεται τροφή.
Με λίγα ψυχούλα γιγαντώνεται να ξέρεις..
Τώρα για τα ανεκπλήρωτα όνειρά μας, θα σου πω..
Πολλά απ’ αυτά δεν μπορούν να ειπωθούν
τα κρατώ για μένα δεν τα μοιράζομαι..

Κι αυτή η νοσταλγία που βγάζω, είναι μέχρι εκεί ψηλά 
που χάνεται το βλέμμα και κάθε λέξη 
είναι σα να χάνεται η γη κάτω από τα πόδια σου..
_Ξέρεις πως είναι;
 
Γράφεις με μάτια θαμπά από δάκρυα και μετά

 δε θυμάσαι τίποτα από όσα έγραψες…
Κι αναρωτιέσαι, εγώ τα έγραψα;’’