σελ.49-55


Αν με αγαπάς

Θυμάμαι, εσύ θυμάσαι
μπορείς τουλάχιστον να θυμηθείς;

Με όνειρα που σ’ έντυνα ζεστά για να κοιμάσαι
και μέσα τους κρυβόμουνα
μόνος μην αισθανθείς.

Τα ποιήματα που έγραφα γλυκά για να διαβάζεις
μαζί να ταξιδεύουμε
μόνος μη φοβηθείς.

Τα λόγια που δε χώραγαν ανάμεσα στα άλλα
και στα 'στελνα με σκέψεις μου
με εικόνες μαγικές.

Που στο κορμί μου έκανα χώρο για να χωρέσεις
και οι δυο καρδιές έγιναν μια
το ίδιο κι οι ψυχές.

Για να έρχεσαι στον ύπνο μου να με αγκαλιάζεις
και μες στης ζωής τ’ όνειρο να είμαστε
μαζί.

Και να σου λέω πήγαινε για μένα μη σε νοιάζει
θα ‘μαι θα σε προσέχω εδώ
όσο κι αν χρειαστεί.

_Πες μου αν με αγαπάς..
 Θυμάσαι;



Ανήσυχες λέξεις

Το μελάνι
ακολουθώ τη σειρά για να σου δείξω
πόσο έψαχνα να βρω στη σκιά σου ν' ακουμπήσω.
Λόγια τρέχουν βιαστικά σκέψεις ανακατεμένες
απ' το λαβύρινθο να βγουν που 'ναι
τόσο μπερδεμένες.

Άλλες είναι
πονεμένες λείπεις πάλι απ' το χαρτί
κι άλλες αναστατωμένες ψάχνουν να βρουν το γιατί.
Τώρα εγώ τι ν' απαντήσω στις άψυχες λέξεις εδώ
τι ανακούφιση να δώσω που
δεν ξέρω τι να πω.

Αν σε είχα
κοντά μου την πένα μου να οδηγήσεις
στον ώμο σου να ξάπλωνα το δρόμο να μου ανοίξεις.
Με άλλα λόγια θα 'δειχνα τα χείλη μου τι λένε
κάνε κάτι να πάψουνε τα μάτια μου
να κλαίνε.

Με κούρασε
να σε γυρεύω μάταια ψάχνω δε σε βρίσκω
πως μπορώ πια να σου πω, πως νιώθω ν' αποδείξω.
Θ’ αφήσω τώρα τη γραφή όλα θα τα παρατήσω
μα την καρδιά δε γίνεται αυτή
να σταματήσω.

Ζει για σένα
μάτια μου χτυπά να σ' αγαπάει
στο ρυθμό του ονείρου μας κοντά σου να με πάει._



Η θλίψη της νύχτας

Δε φαντάζεσαι πόσο σε αγαπώ
δε θα μπορέσεις ούτε να το νιώσεις.
Παρηγοριάς παράπονο γλυκό
ανάσες της ζωής ξεχνάς
να δώσεις.

Σε δυο κόσμους πιστά σε γυρεύω
κομμάτια σου ζητώ να σε μοιράζομαι.
Χαράς μου την ελπίδα σου φέρνω
πόσο πολύ καρδιά μου
σε χρειάζομαι.

Πες μου αν αξίζει να φοβάμαι
μη μου γίνεις πόνου ανάμνηση γλυκιά.
Χωρίς φεγγάρι μόνη δεν κοιμάμαι
της ζωής το τρένο πίσω
δε γυρνά.

Στο δίχτυ είμαι της αγάπης σου
με κρατάς εκεί γερά φυλακισμένη.
Μη ρωτάς αγάπη μη με ρωτάς
όταν η σιωπή μου θέλει
να επιμένει.

Στης μοναξιάς το δρόμο αγναντεύω
γιατί σε θέλω να σε δω μα δε σε βρίσκω.
Ίχνη δικά σου ψάχνω σε γυρεύω
πόσο μου λείπεις αν γινόταν
να σου δείξω.


Μια ψυχή πάλι αγρυπνά που σε πονά
κλεμμένες χαρές μου ζητάει
να ζήσει.

Γλυκιά προσμονή μιας κρύας βραδιάς
πες μου πως ήταν παιχνίδι
της θλίψης.

Ο καθρέπτης μου έγινε απόψε κομμάτια
ποιός κερδίζει στην αγάπη να του πω
με ρωτάει.

Σε ονειρεύτηκα, με τα μάτια ανοιχτά
κομμάτια της ψυχής μου του πόθου
μετράει.

Η φωνή της καρδιάς μου εσένα φωνάζει
τον εφιάλτη διώξε μου πριν
στ' όνειρο χαθώ.

Σαν άγαλμα που για έναν παλμό ξυπνάει
περιμένω το φιλί σου ν' αγγίξω
να σωθώ._

«Στην αποψινή δύση αν κοιτάξεις
με προσοχή μπορεί και να
με νιώσεις»



Αυτή η ζωή θα είναι δικιά μας

Θέλω να ζήσω
όλα αυτά που ονειρεύομαι
μη με γυρίζεις στο θάνατό μου.

Όλα
όσα βλέπω με ανοιχτά τα μάτια
κλείνω την πόρτα στης ζωής
τη στράτα.

Αλλάζω
δρόμο, ανήμερες οι αλήθειες
που πονούνε
λόγια βαριά που τα χείλη δίσταζαν
να πούνε.

Μέσα
μου έκρυβα δάκρυα άγρια
πνιγμένα
αγάπης όνειρα πάρα πολλά
ναυαγισμένα.

Εκεί
που μοναχός κανείς δε ζει
και που το σ' αγαπώ
δεν έχει αξία.

Εκεί
που δεν υπάρχει λογική
εκεί που ξεγλιστρά
η ευτυχία.

Όμως δραπέτευσα
κουβαλώντας την ψυχή μου
στα μονοπάτια της καρδιάς
της ύπαρξής μου.

Κάτι τέτοιες ώρες
το παρελθόν μου πονάει
το αίμα σταματά πίσω στις φλέβες
δε γυρνάει.

Σκέφτομαι πάλι
ότι έχω στο μυαλό μου
πράξεις που έκανα ακόμη
στ' όνειρό μου.

Ακόμη ζω
θα το παλέψω
όσο κι αν πάρει όσο αντέξω
χορό θανάτου δε θα χορέψω.

Με στίχους
ζωγραφίζω συνθήματα
ύποπτα ζωής αισθήματα.
Ότι κι αν πω δε θα πιστέψεις
ούτε σε φτάνουν
χιλιάδες σκέψεις.

Αυτό το χορό
μην τον χορέψεις
μαζί μου έλα χρόνο να κλέψεις.
Στην άμμο στήσε τα όνειρά μας
αυτή η ζωή θα είναι
δικιά μας._




Πόσο πολύ μοιάζεις του χειμώνα

Έλα
σε μένα χαρά ενοχής γέννημα του κενού
στενή μες την ευχέρεια γυμνή έλα να σε ντύσω.

Έλα
και θα δείξει η αλήθεια μου για το φως σου
και η ανάσα μου για τη μοναδικότητά σου
αναρρώνω έξω απ΄ τη μεγάλη σου καρδιά
με ανοιχτά τα πεδία αλλά τα μάτια κλειστά.

Πάψε
σ΄ άκουσα να το λες
πολλές φορές με κούρασες, φτάνει.
Όλο το ίδιο και το ίδιο παρακάλιο:
‘’Ω, σε ικετεύω
δείξε μου πως να πεθάνω”

Να κοίτα κοίταξε καθαρά τι σου λέω
κι άκουσέ με να πάρει η ευχή..
Μύρισε άνοιξη, μα εσύ την αγνοείς με τη σιωπή σου.
Κρύβεις τα λόγια σου και φεύγεις εκεί στη μαύρη ζώνη
να δέσεις τ’ όνειρο με την ελπίδα
συνδυασμός ασπρόμαυρος, με χρώματα της γνώσης.

Μετράς στον καθρέφτη ανάσες που ξέχασες
ή μήπως ντράπηκες να πάρεις;
Μύρισε άνοιξη κι εσύ ταξιδεύεις στον ψίθυρο..

«Δεν υπάρχεις, δεν υπάρχω, δεν υπάρχουμε.
Ίσως να μην υπήρξαμε ποτέ
ταλαντεύσεις χορδών του ανέμου να ‘μαστε. »

Η τρέλα συγγενεύει με τη λογική
κι εσύ καρδιά μου πόσο πολύ μοιάζεις του χειμώνα.